σπιθοβόλημα

σπιθοβόλημα
το, Ν [σπιθοβολώ]
το σπινθηροβόλημα, η εκπομπή σπινθήρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπιθοβόλημα — σπιθοβόλημα, το και σπιθοβολή, η και σπιθοβολιά, η εκπομπή σπινθήρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάρυγμα — ἀμάρυγμα, το (Α) [ἀμαρύσσω] 1. λάμψη, σπιθοβόλημα 2. μεταβαλλόμενο χρώμα και φως 3. ζωηρή και ανάλαφρη κίνηση 4. (για τα χείλη) παλμώδης κίνηση 5. φρ. «ἀμάρυγμα λάμπρον προσώπῳ» (Σαπφώ), αστραφτερό, ακτινοβόλο βλέμμα …   Dictionary of Greek

  • σπινθηρισμός — Φυσικό φαινόμενο, κατά το οποίο ένα ιονισμένο σωματίδιο, διασχίζοντας ορισμένες ουσίες, προκαλεί, κατά το μήκος της διαδρομής του, εκπομπή φωτονίων με συχνότητα που περιλαμβάνεται στο φάσμα των φωτεινών ακτινοβολιών. Ο σ., που συνοδεύει τις… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροβολία — η, Ν 1. εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα 2. εκπομπή φωτεινών ακτίνων, φεγγοβολή 3. φρ. «σπινθηροβολία αστέρα» αστρον. το φαινόμενο τής ταχύτατης μεταβολής τού χρωματισμού και τής λαμπρότητας ενός αστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβόλος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροβόλημα — το, Ν εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβολώ. Η λ., στον πληθ. σπινθηροβολήματα, μαρτυρείται από το 1873 στο περιοδικό Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • Ρενουάρ, Oγκίστ — (Renoir, Λιμόζ 1841 – Καν σιρ Μερ, 1919). Γάλλος ζωγράφος από τους γονιμότερους δασκάλους του εμπρεσιονισμού (τα έργα του είναι περισσότερα από 4.000). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, γι’ αυτό, από πολύ νέος, εργάστηκε σε εργοστάσιο πορσελάνης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”